πύργος

πύργος
πύργος, ου, ὁ (Hom.+ [a Nordic loanw.: PKretschmer, Glotta 22, ’34, 100ff]; loanw. in rabb.).
a tall structure used as a lookout, tower ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωάμ Lk 13:4 (Demetr. of Kallatis [200 B.C.]: 85 Fgm. 6 Jac. πεσόντος τοῦ πύργου πεσεῖν κ. αὐτάς [=25 young women]). Of towers such as are built in a vineyard for watchmen (BGU 650, 8 [60/61 A.D.]: Is 5:2) Mt 21:33; Mk 12:1; prob. also Lk 14:28 (but s. 2 below and s. C-HHunzinger, ZNW Beiheft 26, ’60, 211–17 [Gospel of Thomas]).—B 16:5 (scripture quot., presumably fr. En 89:56). In Hermas the Christian community is pictured as a tower (cp. SibOr 5, 424; Leutzsch, Hermas 410–12 n. 282) Hv 3; 4, 3, 4; Hs 8 and 9 (over 145 times).
a tower-shaped building, farm building (s. FPreisigke, Her 54, 1919, 93; EMeyer, Her. 55, 1920, 100; AAlt, ibid. 334–36; JHasebroek, Her 57, 1922, 621–23; PMeyer, Ztschr. für vergleichende Rechtswissenschaft 40, 1922, 207. Rejected by WCrönert, Gnomon 4, 1928, 80) so poss. Lk 14:28 (but s. 1 above).—DELG. M-M. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πύργος — tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • Πύργος — Sp Pirgas Ap Πύργος/Pyrgos L Elidės nomo c., PV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πύργος — ο 1. ψηλό οικοδόμημα, προορισμένο για άμυνα πόλης ή φρουρίου: Οι πύργοι των κάστρων. 2. πυργωτή κατοικία φεουδάρχη κατά το μεσαίωνα, αλλ. καστέλι. 3. κτίριο που ξεπερνά στο ύψος τα άλλα οικοδομήματα. 4. στο σκάκι, ένα από τα πιόνια που έχει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πύργος Διρού — Οικισμός (υψόμ. 200 μ.). Έδρα του ομώνυμου δήμου ης πρώην επαρχίας Οιτύλου του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Πύργος Ιθώμης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πύργος Κιερίου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… …   Dictionary of Greek

  • Φοντενεμπλό, πύργος του- — Η καταγωγή του πύργου εκείνου που χαρακτηρίστηκε αληθινή βασιλική κατοικία (Ναπολέων) και η ετυμολογία της ονομασίας (μεσαιωνικό λατινικό Fons bleaudi, Fons bellae acquae) είναι ακόμα άγνωστες. Το αρχαιότερο χτίσμα που σώζεται ακόμα σήμερα, ένας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκή Τέχνης – Πύργος Δροσίνη (Γουβών Εύβοιας) — Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στεγάζεται σ’ έναν εντυπωσιακό πέτρινο πύργο, ο οποίος χτίστηκε στις αρχές του 19ου αι. από τον Ιβραήμ Αγά και περιήλθε στην ιδιοκτησία του παππού του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Σήμερα, μετά το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”